- εισαγωγός
- ο (Α εἰσαγωγός)ο εισαγωγέαςαρχ.1. επίθ. τού Ερμή επειδή προστάτευε τις εισαγωγές2. σωλήνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσαγωγοί — εἰσαγωγός watching over imports masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγόν — εἰσαγωγός watching over imports masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῶ — εἰσαγωγέω guide pres subj act 1st sg (attic epic doric) εἰσαγωγέω guide pres ind act 1st sg (attic epic doric) εἰσαγωγός watching over imports masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῶν — εἰσαγωγέω guide pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰσαγωγή bringing in fem gen pl εἰσαγωγός watching over imports masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)